εκδρομάς

εκδρομάς
ἐκδρομάς, ο (AM)
μσν.
φρ. «κόλλοψ ὁ ἐκδρομάς» — ο εξαντλημένος από την ασωτεία
αρχ.
αυτός που πέρασε την εφηβική ηλικία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐκδρομάς — ἐκδρομά̱ς , ἐκδρομή fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”